Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Διήγημα: Κατερίνα Τζωρτζακάκη


Pολόγια

           ξύπνημα
Κάπου βαθιά στο όνειρό της βλέπει ότι πνίγεται σε μια θάλασσα χωρίς νερό. Προσπαθεί να ανασάνει αλλά ούτε αέρας υπάρχει. Κάπως έτσι είναι να πεθαίνεις, σκέφτεται στον ύπνο, της, είναι τόσο τρομακτικό, δεν θέλω.  Το ξυπνητήρι χτυπάει, πετάγεται ιδρωμένη. Όνειρο ήταν, είμαι ασφαλής στο δωμάτιό μου. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά, κουλουριάζεται και περιμένει να ηρεμήσει. Όταν συνέρχεται τελείως κλείνει το ξυπνητήρι, σηκώνεται και πηγαίνει στο ντους.
            Το νερό πέφτει πάνω της λυτρωτικά. Ένα κακό όνειρο ήταν μόνο, σκέφτεται. Τον τελευταίο καιρό δεν κοιμάται καλά. Από τότε που εγχειρίστηκε ο πατέρας της. Αυτό την έχει επηρεάσει πολύ. Αλλά τα καταφέρνει. Πάντα τα καταφέρνει, έχει μάθει να τα καταφέρνει. Βγαίνει από το ντους και σκουπίζεται με μια σκούρα πετσέτα προσεκτικά. Κάνει ντους κάθε πρωί όταν ξυπνάει και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί. Οπωσδήποτε.
            Πηγαίνει να ντυθεί. Η ντουλάπα της γεμάτη σκούρα παντελόνια και σακάκια. Βάλε λίγο χρώμα στη ζωή σου, της λέει η μητέρα της, κάθε φορά που τη βλέπει. Η μητέρα της φοράει κόκκινα και ροζ και πορτοκαλί και όλοι της λένε πόσο νέα δείχνει. Η δουλειά μου με κρατά νέα, απαντά η μητέρα της με εκείνο το χαμόγελο που τόσο μισεί. Είναι υπέροχο να φέρνεις στον κόσμο νέες ζωές. Γερνάς, θέλει να της φωνάξει.
            Η μητέρα της είναι φημισμένη γυναικολόγος. Το γραφείο της είναι γεμάτο φωτογραφίες κόκκινων μωρών. Οι συνάδελφοι την εκτιμούν, οι έγκυες τη λατρεύουν γιατί είναι γλυκιά και καθησυχαστική. Η ίδια δεν τη θυμάται ποτέ στο σπίτι. Όταν η μητέρα της έμεινε έγκυος και παντρεύτηκε ήταν φοιτήτρια, μόλις δεκαεννιά χρόνων. Ο πατέρας της ήταν μεγαλύτερος. Καθηγητής μαθηματικών. Δίδασκε στο σχολείο απέναντι από το σπίτι τους.  Δεν ήθελε η γυναίκα του να εγκαταλείψει τις σπουδές της και ανέλαβε εκείνος  τη φροντίδα της με λίγη βοήθεια από την αδερφή του. Πριν δυο βδομάδες ο πατέρας της έκανε σοβαρή εγχείρηση στην καρδιά. Ο κίνδυνος ξεπεράστηκε όμως για εκείνη είναι σαν να γκρεμίστηκε κάτι μέσα της από πολύ ψηλά.
            Είναι ντυμένη και κοιτάζει τη λεπτή φιγούρα της στον καθρέφτη. Μαύρα ρούχα αυστηρά σε στιλ αντρικό. Τα μάτια της κουρασμένα, το δέρμα της άτονο. Μαλλιά ίσια και σκούρα καστανά μέχρι τους ώμους με μακριές αφέλειες. Το βλέμμα τις πέφτει στις γκρίζες τρίχες που πάλι μεγάλωσαν. Παίρνει το ψαλιδάκι και τις κόβει προσεκτικά. Ύστερα διαλέγει ένα από τα έξι ρολόγια που έχει προσεκτικά τακτοποιημένα στα κουτιά τους πάνω στην τουαλέτα της κρεβατοκάμαράς της. Το φοράει και φεύγει για τη δουλειά.
                       στο αυτοκίνητο

            Κοιτάζει το ρολόι του αυτοκινήτου. Σε λίγα λεπτά θα είναι στο γραφείο. Δεν αργεί ποτέ και απαιτεί από τους υφισταμένους της να μην αργούν ποτέ κι εκείνοι. Βλέπει τον χρόνο σαν κάτι που μπορεί να πιάσει και να διαμορφώσεις όπως θέλει. Ποτέ δεν είχε πρόβλημα στο να προγραμματιστεί. Ούτε όταν μικρή και διάβαζε τα μαθήματά της, ούτε στο Πανεπιστήμιο, ούτε μετέπειτα στα δύο μεταπτυχιακά και φυσικά ούτε και στις δουλειές από τις οποίες πέρασε είχε ποτέ πρόβλημα με τον χρόνο. Γι’ αυτό άλλωστε έφτασε στη θέση που είναι τώρα στη μεγάλη πολυθνική εταιρεία. Μια θέση που κατά βάση προορίζεται για άντρες, με αρκετούς υφισταμένους και πολύ μεγάλο μισθό. Σε μια εποχή τεράστιας επαγγελματικής ανασφάλειας εκείνη νιώθει ασφαλής και ξέρει ότι στη δουλειά της είναι αν μη τι άλλο απαραίτητη.    
            Τα λεπτά στο ρολόι του αυτοκινήτου περνούν κι εκείνη αλλάζει σταθμούς αναζητώντας κάποιο τραγούδι στο ραδιόφωνο που να της αρέσει. Δεν της αρέσει κανένα και δεν αντέχει τη σάχλα των πρωινών εκπομπών. Κλείνει το ραδιόφωνο, σε λίγο άλλωστε φτάνει. Προσπαθεί μέσα στο μυαλό της να προγραμματίσει τη μέρα της. Σκέφτεται τα ραντεβού που έχει και τα τηλεφωνήματα που πρέπει να κάνει. Σήμερα είναι και η συνάντηση με τον γενικό διευθυντή. Θα πρέπει να του πει ποια τρία άτομα από το τμήμα της προτείνει να απολυθούν. Ακόμη δεν έχει αποφασίσει. Έχει πάνω από τρία άτομα στο μυαλό της που θεωρεί ότι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους και μένει τώρα να καταλήξει ποιοι περισσότερο. Όταν αποφασιστεί θα πρέπει να το ανακοινώσει εκείνη. Δεν της είναι ευχαριστώ αλλά πιστεύει ότι σε μια δουλειά πληρώνεσαι για να αποδίδεις. Και ναι, δεν μπορεί να νιώσει την απόγνωση ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας χωρίς εισόδημα γιατί και πριν η ίδια αρχίσει να βγάζει πολλά χρήματα, χάρη στη γυναικολόγο μαμά της που πληρωνόταν αδρά για να φέρνει νέες ζωές στον κόσμο πάντα είχε μια αρκετά άνετη ζωή.
                       στο  διάδρομο               
            Κοιτάζει το ρολόι στο τέλος του διαδρόμου. Ήρθε δέκα λεπτά νωρίτερα αλλά δουλειά υπάρχει πάντα. Κρατάει το χαρτοφύλακά της και ένα χάρτινο ποτήρι με καφέ και με βιαστικά βήματα πηγαίνει προς το γραφείο της. Νιώθει ένα χέρι να την τραβάει. Τρομάζει για λίγο αλλά μετά καταλαβαίνει. Γυρνάει εκνευρισμένη.
«Με τρόμαξες», λέει στον ψηλό άντρα που την κοιτάζει στα μάτια.
«Θέλω να σου μιλήσω», της απαντά εκείνος.
«Όχι εδώ. Σου έχω πει ότι δεν θέλω να μιλάμε εδώ».
            Ο άντρας δουλεύει στο διπλανό τμήμα και έχουν ένα είδος ερωτικής σχέσης εδώ και έναν χρόνο. Είναι ένα είδος ερωτικής σχέσης και όχι σχέση γιατί δεν βγαίνουν ποτέ, μόνο τα Σάββατα πηγαίνει στο σπίτι της, πίνουν ένα ποτήρι κρασί ακούγοντας μουσική, συνευρίσκονται ερωτικά, έχει μετρήσει ότι διαρκεί συνήθως είκοσι λεπτά, μετά εκείνη σηκώνεται, κάνει ντους και ύστερα αλλάζει σεντόνια όσο εκείνος ντύνεται αμίλητος. Δεν ξέρει τι νιώθει για αυτόν και ούτε θέλει να ξέρει. Στο παρελθόν είχε δυο αποτυχημένες μακροχρόνιες σχέσεις και θεωρεί πώς στα σαράντα είναι πολύ μεγάλη πια για έρωτες. Οι συναντήσεις τους πάντα κοφτές και αναμενόμενες όσο οι χτύποι των έξι ρολογιών της που προσεκτικά τακτοποιημένα βρίσκονται στα κουτιά τους.
«Ήθελα να σε ρωτήσω για τον πατέρα σου.»
Τον κοιτάζει έκπληκτη.
« Έμαθα ότι εγχειρίστηκε. Δεν μου το είπες όταν ακύρωσες το ραντεβού μας το προηγούμενο Σάββατο.»
«Ναι, εγχειρίστηκε»
«Ήθελα να δω αν είσαι καλά.»
«Καλά είμαι.»
«Πέρασα κι εγώ τα ίδια με τη μητέρα μου πριν μερικά χρόνια, καταλαβαίνω.»
«Σ’ ευχαριστώ.»
«Αν θες να το συζητήσεις μπορούμε να βγούμε μετά τη δουλειά.»
«Ξέρεις ότι φεύγω αργά από τη δουλειά και δεν θέλω να συζητήσω τίποτα. Και σου έχω πει να μην μου μιλάς εδώ, δεν θέλω να καταλάβει κανείς τίποτα.»
«Ναι, το ξέρω. Συγγνώμη.»
Ο άντρας τραβάει το χέρι του που τόση ώρα είναι στο μπράτσο της και συνεχίζει να την κοιτάει στα μάτια. Τα λόγια του σαν να την τρυπάνε.
«Ήθελα απλώς να δω αν είσαι καλά». Και πάει να φύγει.
 «Θα τα πούμε το Σάββατο.  Τη γνωστή ώρα.» Ελέγχει με το βλέμμα αν τους άκουσε κανείς. Κοιτάζει το ρολόι στο τέλος του διαδρόμου και επιταχύνει το βήμα. Μόλις έχασε τα δέκα λεπτά που είχε κερδίσει.
            στο γραφείο
            Είναι μεσημέρι και πονάει το κεφάλι της. Κοιτάζει το ρολόι απέναντι από το γραφείο της και νιώθει το στομάχι της να σφίγγεται. Έχει κάποιες προθεσμίες πολύ πιεστικές, πρέπει να δουλέψει μέχρι αργά το βράδυ. Και σε λίγο είναι η συνάντηση για τις απολύσεις. Κι ακόμη δεν έχει αποφασίσει ποιο θα είναι το τρίτο άτομο που θα απολυθεί. Είναι ανάμεσα σε μια γυναίκα κι έναν άντρα. Πιστεύει πως και οι δύο δεν προσπαθούν αρκετά γιατί από τότε που σταμάτησαν να πληρώνονται οι υπερωρίες, δεν κάθονται λεπτό παραπάνω μετά το τέλος του ωραρίου τους. Δεν συμπαθεί κάποιον περισσότερο γιατί κανέναν υφιστάμενό της δεν συμπαθεί ή αντιπαθεί. Ξέρει ότι τέτοια συναισθήματά επηρεάζουν την αντικειμενικότητα και την αυστηρότητά της. Οι υφιστάμενοί της είναι για εκείνη φιγούρες χάρτινες χωρίς ζωές.
             Γράφει μια σημαντική ηλεκτρονική επιστολή στον υπολογιστή της, όταν ακούει ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα.
«Ναι», απαντά κάπως εκνευρισμένα.
«Συγγνώμη που ενοχλώ» ακούγεται μια ξεψυχισμένη φωνή.
Η κοπέλα που στέκεται απέναντί της είναι η μία εκ των δύο υποψήφιων προς απόλυση.
«Πες μου γρήγορα. Πνίγομαι.»
«Ξέρετε… Πρέπει να φύγω νωρίτερα σήμερα…»
«Δεν γίνεται»
«Ξέρετε… Είναι για επίσκεψη σε γιατρό…»
 «Δεν μπορεί να γίνει αυτή η επίσκεψη το απόγευμα; Δεν είναι ότι μας έχεις συνηθίσει σε υπερωρίες.»
«Πρέπει να πάω στη γυναικολόγο μου. Πρέπει να γίνει αυτή η επίσκεψη. Ξέρετε… Δεν ήθελα να το πω ακόμη αλλά να… Είμαι έγκυος και…»
Κάτι νιώθει να τινάζεται μέσα της. Η αποστροφή της για τις γυναικολόγους, τις εγκύους και όλα τα συναφή δεν κρύβεται.
«Μάλιστα.» λέει ξερά.
«Οπότε μπορώ να φύγω;» ρωτάει η κοπέλα δειλά.
«Μου αφήνεις επιλογή;» της απαντά.
«Σας ευχαριστώ πολύ» απαντά εκείνη ευγενικά, τα μάτια της όμως βγάζουν κάτι σαν μίσος.
«Θα αναπληρώσεις τις ώρες που έχασες. Και μην ξεχάσεις να μου φέρεις χαρτί από αυτή τη γιατρό, σε παρακαλώ.»
«Ναι, μάλιστα»
            Η κοπέλα κλείνει δυνατά την πόρτα. Τώρα δεν μπορεί να την απολύσει. Κρίμα, σκέφτεται. Το συμφέρον της εταιρείας θα ήταν να απολυθεί εκείνη. Κρίμα που δεν έγιναν οι απολύσεις λίγους μήνες νωρίτερα. Κοιτάζει το ρολόι και επιστρέφει στον υπολογιστή της.
νύχτα
            Έχει ένα μωρό στην αγκαλιά της. Νιώθει τόσο τρυφερά. Νιώθει τόσο όμορφα. Ξαφνικά το μωρό εξαφανίζεται. Σοκ. Απελπισία. Κι ύστερα το αίσθημα του πνιγμού. Πνίγεται σε μια θάλασσα χωρίς νερό. Και ο αέρας τελειώνει. Πεθαίνω, δεν θέλω να πεθάνω. Πετάγεται πάλι ιδρωμένη.
            Ο ήχος που κάνει ο δείκτης των δευτερολέπτων στο ξυπνητήρι της ακούγεται τόσο δυνατά. Όταν η ταχυκαρδία σταματά, ανάβει το φως. Κοιτάζει την ώρα. Είναι τρεις. Ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου της. Βγάζει ένα κουτί με χάπια. Είναι ηρεμιστικά. Για ώρα ανάγκης. Αύριο είναι δύσκολη μέρα στη δουλειά, πρέπει οπωσδήποτε να κοιμηθεί. Πηγαίνει στην κουζίνα, γεμίζει ένα ποτήρι με νερό. Κι ύστερα καταπίνει το χάπι. Γυρίζει στο κρεβάτι της. Ξαπλώνει. Περνάει λίγη ώρα, νιώθει να ηρεμεί. Τα μάτια της κλείνουν. Αύριο θα είμαι καλά, σκέφτεται. Αποκοιμιέται.
            Ο ήχος του δείκτη των δευτερολέπτων δυνατός ταράζει το σκοτάδι. Το ξυπνητήρι στο κομοδίνο της και τα έξι ρολόγια στα κουτιά τους συνεχίζουν ατάραχα να μετράνε τη ζωή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου